παιᾶνις

παιᾶνις
παιᾱνις f. adj.,
1 paean- ἐντὶ μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες (παιανίδες Lobeck) Θρ. 3. 2.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιάνις — παιᾱνις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που ανήκει σε παιάνα ή που μοιάζει με παιάνα («παιάνιδες ἀοιδαί», Πινδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. νεᾶν ις)] …   Dictionary of Greek

  • παιανίδων — παίανις fem gen pl παιάνις gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιάνιδες — παίανις fem nom/voc pl παιάνις masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”