- παιᾶνις
- παιᾱνις f. adj.,1 paean- ἐντὶ μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες (παιανίδες Lobeck) Θρ. 3. 2.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παιάνις — παιᾱνις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που ανήκει σε παιάνα ή που μοιάζει με παιάνα («παιάνιδες ἀοιδαί», Πινδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. νεᾶν ις)] … Dictionary of Greek
παιανίδων — παίανις fem gen pl παιάνις gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιάνιδες — παίανις fem nom/voc pl παιάνις masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)